- ξαναδυναμώνω
- (Μ ξαναδυναμώνω)ανακτώ τις δυνάμεις μου, ισχυροποιούμαι.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
αναδυναμώνω — 1. (ενεργ. και μέσ.) ανακτώ τις δυνάμεις μου, ξαναδυναμώνω 2. κάνω κάποιον ικανό να ανακτήσει τις δυνάμεις του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + δυναμώνω. Η λ. μαρτυρείται από το 1888 στην εφημερίδα Νέα Εφημερίς] … Dictionary of Greek
ανανθώ — ( έω) (Α ἀνανθῶ) (για φυτά) ξανανθίζω, συνεχίζω να ανθίζω αρχ. ανακτώ σφρίγος, ανανεώνομαι, ξαναδυναμώνω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀν(α) * + ἀνθῶ] … Dictionary of Greek
αναρριπίζω — (AM ἀναρριπίζω) νεοελλ. ερεθίζω πάλι, ξαναδυναμώνω, αναζωογονώ μσν. διασκορπίζω στον αέρα αρχ. 1. κάνω αέρα με κάτι 2. κάνω αέρα σε φωτιά, ξανανάβω 3. (για πτηνά) φτερουγίζω. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανα * + ριπίζω «πνέω, φυσώ, εξακοντίζω, ανάβω». ΠΑΡ.… … Dictionary of Greek